30 Μαρτίου 2013

Ο (ΝΕΟ) ΠΛΑΤΩΝΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ





Δέσποινες της ψυχής, Ιδέες…
Οι αθάνατες παρουσίες μας
Ποτέ δεν έχουν προδώσει την κατοικία σου!
Δεν ήμασταν απομακρυσμένες,
Αλλά μυστικές αράχνες.
Μέσα στα σκοτάδια του εαυτού σου!

Θα είσαι από χαρά
Μεθυσμένος! Για να δεις τη διέξοδο από τη σκιά
Εκατό χιλιάδες ήλιοι από μετάξι
Πλεγμένοι πάνω στα αινίγματά σου;
Δες πως δράσαμε:
Έχουμε πάνω από τις αβύσσους σας
Τεντωμένα τα πρωταρχικά νήματά μας
Και παίρνοντας τη γυμνή φύση
Μέσα σε ένα υφάδι αραιό
Τρεμάμενων προπαρασκευών…

Paul Valery, Charmes, Aurore, Poésies, Paris 1942, 111


Σχόλιο: O Jean Trouillard γράφει: «ο μεγαλύτερος (νεο)πλατωνικός νόμος είναι ότι δεν υπάρχει αλήθεια των φαινομένων, ούτε αθώα προσκόλληση στο επιμέρους, ούτε για την εξουσία αυτού του κόσμου χωρίς τη μεσολάβηση των ιδεών· είναι ένας νόμος περί μετοίκησης και εσωτερίκευσης συγχρόνως. Είναι ακόμη ένας κανόνας της αποτελεσματικότητας. Οφείλουμε να ξαναενωθούμε στο βάθος και πέραν του εαυτού μας, με τις ζωντανές πηγές του όλου αυτού που διασκορπίζεται ως αρμονία και ωραιότητα μέσα στο γίγνεσθαι. Να επανασυνδεθούμε με τις αιτίες και τις νόρμες, να συνωμοτήσουμε με αυτές, να σμίξουμε με τη γονιμότητα τους και την ίδια στιγμή με την αλήθεια τους. Το μυστικό για τη γνώση είναι το ίδιο με αυτό της πράξης» (La purification plotinienne, Collection «Bibliothèque de Philosophie Contemporaine», Presses Universitaires de France, Paris 1955, 61). 

Μτφρ. Κ. Β.

29 Μαρτίου 2013

Περὶ τῶν γενῶν τοῦ ὄντος


Παραθέτω μία περίληψη των τριών πρώτων πραγματειών της έκτης Εννεάδος του Πλωτίνου. Οι πραγματείες αυτές, αν και έχουν επισταμένα μελετηθεί από αρκετούς μελετητές, δεν είναι ευρύτερα γνωστές, διότι μοιάζουν κάπως αποκομμένες από την υπόλοιπη θεματική. Ο κύριος λόγος για τον οποίο δεν είλκυσαν τη δέουσα προσοχή υπήρξε η συστηματική πραγμάτευση σε αυτές λογικών κατηγοριών από έναν φιλόσοφο που έμεινε στην ιστορία της Δυτικής σκέψης ως ο μέγας μυστικός: η αντίφαση αυτή, ωστόσο, είναι επιφανειακή· το εσωτερικό του λογικού αυτού σώματος γνώσης διαπερνάται σαν ηλεκτρικό ρεύμα από την ίδια έφεση για άνοδο στο νοητό βασίλειο, και από εκεί στο Εν, όπως όλες οι Εννεάδες. Η περίληψη εδώ είναι σχηματική χωρίς σχολιασμό ἠ ανάλυση. Σκοπός της είναι να αποδώσει το περίγραμμα της σκέψης, διατηρώντας τους όρους του Πλωτίνου. Επομένως δεν διεκδικεί αξιώσεις πρωτοτυπίας. 

Η 6η Ἐννεάς ανοίγει με θέματα που αφορούν την οντολογία, την οποία όμως συνδυάζει με προβλήματα λογικών κατηγοριών (Ἐννεάδες, VI.1-3, Περὶ τῶν γενῶν τοῦ ὄντος). Ποια είναι αυτά τα γένη του όντος; Πως μπορούν δηλαδή με λογικό τρόπο να οριοθετηθούν οι λογικές κατηγορίες για το νοητό και τον αισθητό κόσμο; Ασκώντας κριτική στις δέκα αριστοτελικές κατηγορίες (οὐσία, ποσόν, πρὸς τι, ποιόν, ποτέ, που, ποιεῖν, πάσχειν, ἔχειν, κεῖσθαι) και στις στωικές (ὑποκείμενον, ποιόν, πως ἔχοντα, πρὸς τι πως ἔχον) γίνεται αποδοχή των πέντε μέγιστων γενών του Σοφιστή του Πλάτωνος (ὄν, στάσις, κίνησις, ταὐτόν, ἕτερον) όσον αφορά το νοητό κόσμο· ενώ για τον αισθητό επιλέγεται ένας συνδυασμός κατηγοριών (ὕλη, εἷδος, συναμφότερον, πρὸς τι, ποσόν, ποιόν, κίνησις).
            Δεν είναι η ουσία αλλά το είδος που αφορά πιο πολύ την ύλη. Η ουσία είναι εσχάτως ακαθόριστη και αφορά τα νοητά. Το ποσό αποτελεί αριθμό και συνεχές μέγεθος αφορώντας τον τόπο και τον χρόνο, αλλά και τη χρονική κίνηση. Υπάρχει καθαυτό και κατά συμβεβηκός, ενώ μπορεί να απολυτοποιηθεί κατά ιδεατό τρόπο, όντας μία κατηγορία. Το «πρὸς τι», δηλαδή η σχέση, μοιάζει εκ πρώτης όψεως ως ένα οντολογικό κενό, όντας μη σωματική· όμως δεν είναι απλώς ένα όνομα ανυπόστατο. Αυτό θα ίσχυε εάν σχετιζόταν με τα σώματα· εάν συσχετιστεί με τα ασώματα και τους λόγους των όντων, τότε οι σχέσεις αποτελούν λόγους και ενεργητικές συμμετοχές ειδών. Είναι προβληματική έννοια, που δύσκολα αποτελεί γένος, αφού μπορεί εύκολα να θεωρηθεί με την αντίθετη ή αρνητική σημασία.
Η ποιότητα με τη σειρά της δεν ταυτίζεται απόλυτα με τις δυνάμεις που προστίθενται στις ουσίες και τους λόγους, διότι τότε πως θα αποτελούσαν ποιότητα η νόσος και η αδυναμία. Ποιότητες έχει το σώμα (οι πέντε αισθήσεις) και η ψυχή (επιθυμητικό, θυμοειδές, λογιστικό). Εάν τα έμψυχα όντα ενέχουν ποιότητες, τίθεται ένα ερώτημα για το εάν έχουν ποιότητες τα άψυχα όντα. «Ποιόν» δεν υφίσταται στο νοητό κόσμο, καθώς ό,τι ονομάζουμε ποιότητες Ενταύθα είναι ενέργειες των ουσιών Εκεί. Ο χρόνος τώρα («ποτέ»), πρέπει να αναχθεί στην ποσότητα· ο τόπος εξαρτάται από τη σχέση, ενώ το «ποιεῖν» σχετίζεται με την «ποίηση» και είναι ενέργεια αλλά υποδηλώνει την κίνηση, που είναι κατηγορία του νοητού. Μάλιστα πρόκειται για μία άχρονη κίνηση, μέσα στην οποία η τμήση ισοδυναμεί ακόμη με τη διαίρεση σε «πάσχειν» και «ποιεῖν». Το «πάσχειν» έχει αμφιλεγόμενη σημασία. Το «ἔχειν» είναι πολύσημο και σε αυτό ίσως ανάγονται κατηγορίες, όπως το ποσό ή το «ποιόν»· μάλλον όμως δεν έχει παρά νοηματική στενότητα και αποκλείεται να αποτελεί κατηγορία γενικώς του αισθητού ή του νοητού. Το «κεῖσθαι», η τελευταία αριστοτελική κατηγορία, σημαίνει το να βρίσκεται κανείς σε ένα τόπο. Άρα αφορώντας το σχήμα και τον τόπο, θα έπρεπε μάλλον να είναι δύο κατηγορίες και όχι μία, ενώ ίσως ανάγεται στο «πάσχειν».                    
            Ο στωικός υλισμός κατά τον Πλωτίνο μέσα από τη θεώρηση όλων των όντων και γεγονότων ως παθών της ύλης είναι ατελής, αφού θέλοντας να προτάξει την ύλη ως οντολογική αρχή, προϋποθέτει μία ουσία της οποίας τα υπόλοιπα θα είναι πάθη, ώστε να συνεχιστεί η διαίρεση του όντος. Η ύλη για τον Πλωτίνο είναι «ἄποιος» και ανενεργή, ενώ ο τρόπος που υπάρχει οτιδήποτε ανάγεται στο «πάσχειν», στο «κεῖσθαι» και το «ἔχειν» και όχι στον «τρόπο που κάτι υπάρχει» (πως ἔχοντα καὶ πρὸς τι πως ἔχον).
            Οι κατηγορίες του νοητού, επειδή αφορούν το «ὄντως ὄν», δεν είναι μόνο γένη αλλά και οντολογικές αρχές. Είναι γένη και αρχές συνάμα μέσα στο νοητό διαχωρισμό που συνυπάρχει μαζί με τη «σύγκρασιν» όλων. Το ίδιο το Εν δεν είναι γένος, αν και αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για τα πάντα. Η νοητή ουσία συνολικά ιδωμένη συνιστά τα γένη και τις αρχές πριν την αναγωγή στο μοναδικό ον. Μέσα από την Ψυχή υπάρχουν και αποκτούν υπόσταση όλα, ενώ υπάρχει η ίδια όχι όπως μία πέτρα αλλά ως ουσία, αρχή και ζωή. Ον, κίνηση και στάση είναι νοητά γένη αποτελώντας νοητικά άϋλα αντικείμενα, που μαζί με το «ταὐτόν» και το «ἕτερον» συνιστούν τη πεντάδα των αληθινών γενών. Το «ποσόν» δεν είναι μέσα σε αυτά, εφόσον αυτά είναι σύγχρονα με το ον, αλλά ο αριθμός είναι μεταγενέστερος των αληθινών γενών. Ούτε το «ποιόν» ανήκει σε αυτά, αφού είναι δευτερογενές σε σχέση με την ουσία. Όσον αφορά τις αριστοτελικές κατηγορίες, το «πρὸς τι» συνδέεται πάντα δια μίας σχέσης με κάτι άλλο και δεν είναι καθαυτό. Το «που» και το «ποτε» δεν είναι απαραίτητα Εκεί, όπου τόπος και χρόνος καταργούνται. Το «ποιεῖν» και το «πάσχειν» εντάσσονται στην κίνηση, όπως επίσης το «ἔχειν» και το «κεῖσθαι». 
            Το ίδιο το Αγαθό δεν επιδέχεται κατηγορήματα, όντας προ της ουσίας και όχι μέσα στην ουσία, αποτελώντας μία αγαθοειδή τάση εγγενή σε κάθε όν. Ούτε το ωραίο είναι γένος, αφού ισχύει για αυτό ό,τι για το Αγαθό. Η επιστήμη πάλι όντας «αὐτοκίνησις», όψη του όντος, ενέργεια και όχι έξις, είναι μικτή από κίνηση και στάση άρα έρχεται υστερόχρονα. Ο ίδιος ο Νους δεν είναι απλώς ένα γένος αλλά συντίθεται από όλα τα γένη. Οι αρετές είναι ενέργειες του Νου. Τα πέντε νοητά γένη δεν εξαφανίζονται μέσα στα Είδη, καθώς είναι μικτά και αμιγή την ίδια στιγμή. Ο ίδιος ο καθολικός Νους είναι ταυτόχρονα αυτός που ενισχύει και επηρεάζει κάθε ατομικό νου. Κάθε ατομικός νους είναι εν δυνάμει ο καθολικός Νους. Ο μέγας Νους ενέχει θαυμαστή και απεριόριστη δύναμη, όπως και ομορφιά, φως, ποιότητα, μέγεθος και ποσότητα, ταυτότητα και ετερότητα. Είναι ακόμη ζωή πανταχού διάχυτη, κατέχοντας άνευ λογισμού ό,τι υπάρχει στη φύση· είναι μία τέλεια ζωντανή πραγματικότητα. Η ψυχή ακολουθεί έπειτα από το Νου ατενίζοντας αυτόν που είναι καλύτερός της, όπως και ο Νους στρέφεται πιο πάνω από τον ίδιο. Τα γένη δεν ενέχουν απειρία, αλλά είναι πεπερασμένα, αν και η έσχατη ειδητική διαίρεση του γένους είναι απεριόριστη. Το Έν είναι αυτό που τα ενοποιεί. Απειρία υφίσταται και στα δύο άκρα. Το Έν απεικονίζεται στον καθρέφτη της ύλης, ενώ καθετί μιμείται τη νοητή τελειότητα.
            Στον αισθητό κόσμο ισχύουν περισσότερα γένη σε σχέση με το νοητό. Η ουσία, ως φύση των ρεόντων αντικειμένων, ταυτίζεται με τη γένεση. Τα σώματα που παράγονται από τη γένεση αποτελούνται από ύλη και είδος. Αυτό το ζεύγος αντιστοιχεί στο ον και την κίνηση του νοητού. Ύλη και είδος είναι συμπληρωματικά καθορίζοντας κάθε αισθητό ον. Η σωματική ουσία που παράγεται από τη σύνδεσή τους τα ενώνει και τα συνθέτει σε ένα γένος. Το είδος αποτελεί τη ζωή και την τελείωση της «ἀόριστης ὕλης», την οποία και πραγματώνει χωρίς να την κατέχει και να τη χειρίζεται ως αντικείμενο. Ενώ στο νοητό κόσμο το «ταὐτόν» και το «ἕτερον» είναι δύο όψεις ενός όντος, στον αισθητό διαχωρίζονται. Η ύλη χωρίς να έχει ουσιώδεις διαφοροποιήσεις αποτελεί το κοινό υπόστρωμα σε όλα, αποτελώντας γένος. Το είδος είναι ποιητικό ουσίας χάρις στο λόγο. Η ύλη, η ουσία και το συναμφότερον θα μπορούσαν να παρουσιαστούν ενοποιημένα. Τελικά η ομάδα των γενών του αισθητού κόσμου αποτελείται από: ύλη, είδος, συναμφότερον, προς τι, ποσόν, ποιόν, κίνηση. Αποκλείονται ο τόπος και ο χρόνος, αφού ο τόπος είναι συνέπεια της σύνθεσης ύλης και μορφής, ενώ ο χρόνος ανάγεται στην κίνηση.
            Τι όμως είναι ταυτόσημο σε αυτά τα γένη (ὕλη, εἷδος, συναμφότερον) που τα καθιστά ουσία για τα πράγματα; Μάλλον τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι αποτελούν ουσία για τα αισθητά. Είναι ένα είδος υπόβαθρου και έδρας για αυτά, χωρίς να υπάρχει κάτι στη φύση τους που να τα αλλοτριώνει και να τα εξαρτά από κάτι άλλο. Διατηρούν έτσι την ουσία τους.
Κοινό χαρακτηριστικό και στα τρία προαναφερθέντα γένη είναι το «υποκείμενο», δηλαδή το υπόβαθρο. Όμως διαφέρει ο τρόπος με τον οποίο η ύλη είναι «υποκείμενο» στο είδος και ο τρόπος με τον οποίο το είδος υπόκειται στα πάθη. Ύλη και είδος είναι το «υποκείμενο» σε κάτι άλλο, όπως ο άνθρωπος υπόκειται στα πάθη του. Τι είναι τελικά η ουσία; Ουσία είναι αυτό από το οποίο προέρχονται και διαμέσου του οποίου υπάρχουν τα πράγματα, όπως αυτό επίσης που υπόκειται στο «πάσχειν» αλλά και η προέλευση του «ποιεῖν». Τα ουσιώδη αισθητά ακολουθούν τα ουσιώδη νοητά, διατηρώντας μία σχετική αυτοτέλεια. Η ουσία Ενταύθα είναι κατά αναλογία και ομωνύμως παρόμοια με την ουσία Εκεί. Κύριο χαρακτηριστικό της είναι ότι δεν βρίσκεται σε κάποιο «υποκείμενο», ούτως ώστε να αναδειχτεί η υπαρξιακή και οντολογική της σημασία. Το χαρακτηριστικό της «ανθρωπότητας» δεν είναι στον Σωκράτη «ἐν ὑποκειμένῳ», αφού είναι μέρος του Σωκράτη. Παρ’ όλ’ αυτά το ίδιο χαρακτηριστικό της «ανθρωπότητας» είναι πολλαπλό, αφού αφορά και άλλα όντα. Θα πρέπει με κάποιο τρόπο, όταν λέμε «ο άνθρωπος» ως κατηγορούμενο ενός συγκεκριμένου ανθρώπου, να αποδίδεται τόσο το γένος άνθρωπος όσο και το είδος ή το ξεχωριστό άτομο. Η ουσία λοιπόν Ενταύθα εννοείται με αντίθετους τρόπους, αφού αφορά την ύλη, το είδος αλλά και το συναμφότερον.
            Παρ’ όλ’ αυτά ούτε μόνο η ύλη, το είδος ή το συναμφότερον συνιστούν την ουσία. Είναι κάτι που ταυτίζεται με το ίδιο το είναι. Άλλη είναι η υπαρκτική και άλλη η κατηγορηματική σημασία του «ἐστὶ». Άλλο πράγμα είναι να πούμε ότι το λευκό είναι ον και άλλο πως ένα ον είναι λευκό. Στην πρώτη περίπτωση αποφαινόμαστε υπαρκτικά και πρωταρχικά, ενώ στη δεύτερη κατηγορηματικά, δευτερευόντως και κατά συμμετοχή. Η υπαρκτική δύναμη του λευκού, όπως και του αισθητού κόσμου, το ίδιο το είναι τους προέρχεται από το νοητό λευκό και τον νοητό κόσμο εν γένει. Το είναι της ύλης λοιπόν δεν είναι αυτογενές αλλά προέρχεται Εκείθεν. Η μόνη αληθινή ουσία είναι η νοητή, την οποία μιμείται η αισθητή. Μία πιθανή ταξινόμηση των όντων του σύμπαντος, το οποίο είναι σώμα, θα τοποθετούσε ξεχωριστά τα υλικότερα (πυρ, γη, ύδωρ, αήρ) από τα οργανικά όντα (φυτά και ζώα). Από τα τελευταία άλλα είναι πάνω και μέσα στη γη, ενώ τα σώματά τους μπορούν να χωριστούν σε ελαφριά, βαριά και ενδιάμεσα κλπ. Ο άνθρωπος δεν είναι μόνο κατώτερο ένυλο είδος. Το είδος, ωστόσο, είναι πρότερο του ατόμου, αν και περισσότερο γνώριμο μας είναι το άτομο. Όλα τα ένυλα όντα έχουν αριθμό και μέγεθος, δηλαδή ποσότητα. Ο τόπος και ο χρόνος δεν συναρτώνται με το ποσό· ο χρόνος είναι μέτρο της κίνησης και ο τόπος περιεκτικός σώματος. Μάλλον πρέπει να συσχετιστούν με το «πρὸς τι». Το μέγα και το μικρό είναι φυσικά ενταγμένα στο ποσό. Οι ποιότητες που εντάσσονται στον εδώ κάτω κόσμο είναι ασώματες, όπως οι τέχνες, οι πρακτικές αρετές και η ωραιότητα, η οποία έχει δύο σκέλη, σωματικό και ασώματο. Ένα ερώτημα που τίθεται είναι βάσει ποίων διαφορών διαιρούνται τα είδη της ποιότητας. Όπως για παράδειγμα πώς διαφέρουν μεταξύ τους το λευκό και το μαύρο και γενικά τα χρώματα. Η αναγωγή τους σε κάποιες χημικές διαφορές, όπως είναι οι χυμοί και οι απτικές ποιότητες δεν θα μπορούσε στην εποχή του Πλωτίνου να φτάσει σε ουσιαστικά αποτελέσματα. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης δεν μπορούσε να προσδιορίσει τις διαφορές των ποιοτήτων κατά την εμπειρία. Όμως μοιάζει η δυναμική τους διαφορά να είναι η σημαντικότερη. Παρ’ όλ’ αυτά ένας φαύλος κύκλος ελλοχεύει, όταν η καταγωγή των ποιοτήτων αποδίδεται στις «ποιοτικές διαφορές», οι οποίες με τη σειρά τους είναι πάλι ποιότητες. Τα χρώματα που ανήκουν στο ποιόν, είναι ίσως αντίθετα μεταξύ τους και όχι απλώς διαφορετικά, εάν ιδωθούν μέσα από την οπτική της δύναμης.
            Το τελευταίο γένος του αισθητού, του οποίου γίνεται η αποδοχή, είναι η κίνηση. Αυτή συνίσταται στη «μετάβαση από τη δύναμη σε ό,τι αποτελεί δύναμη». Η κίνηση μπορεί να χωριστεί με πολλούς τρόπους. Υπάρχει η κίνηση σύμφωνα με την οποία γίνεται ένας ανδριάντας, όταν δηλαδή η κίνηση πραγματοποιεί ένα άλλο είδος. Επίσης, υπάρχει η ορχηστική κίνηση που δεν παύει αμέσως. Μπορεί να έχουμε θετική ή αρνητική κίνηση· έτσι έχουμε την αλλοίωση, την αύξηση, τη γένεση και τα αντίθετά τους. Το κοινό σε όλες αυτές τις κινήσεις είναι η διαρκής αναίρεση της ηρεμίας και η διαρκής τάση προς κάτι άλλο, η συνεχής ετερότητα και αστάθεια. Η κίνηση επίσης είναι αισθητή, όταν δίνει υπόσταση στα αντικείμενα. Μπορεί να είναι τοπική ή να αφορά τη σύνθεση και τη διάλυση. Αντίθετα με την κίνηση που σχετίζεται με τον κόσμο του γίγνεσθαι, η στάση δεν υπάρχει στο Ενταύθα (νοούμενη ως το εντελώς ακίνητο), ενώ διακρίνεται από την ηρεμία, η οποία ταυτίζεται με την προσωρινή σταθερότητα. Το «ποιεῖν» και το «πάσχειν» ανήκουν στην κίνηση, ενώ η σχέση, δηλαδή το «πρὸς τι» είναι ενύπαρκτο σε κάθε ουσία ως μέρος.